Τα παιδιά της συντέλειας

Ο Δασκαλόπουλος σήκωσε προσεκτικά τα γυαλιά του τρίβοντας με τους κλειστούς δείκτες τα μάτια και ύστερα τα άφησε να στηριχθούν πάνω στη βάση της βλογιοκομμένης μύτης του. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου σα βέλος αποκαλύπτοντας τις έγνοιες που τον τυρανούσαν και την ανησυχία που κυμάτιζε μέσα του.
«Μέχρι τώρα νόμιζα ότι ήταν μόνο φήμες, αστικός μύθος ή απλά αποκύημα της φαντασίας κάποιου αλήτη δημοσιογράφου, από τους αμέτρητους που κυκλοφορούν στο σινάφι, για να αυξήσει την αναγνωσιμότητα της κωλοφυλλάδας του. Όμως, δυστυχώς, τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Δεν χρειάζεται φυσικά να σου πω σε τι αναφέρομαι, υποθέτω ότι το γνωρίζεις και εσύ ο ίδιος»
«Στα παιδιά που κοιμούνται και δεν ξυπνάνε ποτέ;»
Κούνησε το κεφάλι του με ένα ειδός συγκατάβασης καθώς οι άκρες των χειλιών του σχημάτιζαν μιαν έκφραση αρρωστημένου σαρκασμού. «Πως είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πως είναι δυνατόν να είναι αληθινό; Ώρες ώρες βέβαια αδυνατώ να αντισταθώ στο συμβολισμό. Τα παιδιά αυτής της χώρας είναι πρακτικά καταδικασμένα να μην ξυπνήσουν ποτέ, προκείται ίσως για την πιο χαμένη γενιά από καταβολής του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ξέρεις πως τα ονομάζω; Τα παιδιά της συντέλειας. Όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με σχήματα και αλληγορίες, αλλά με μια πραγματικότητα που ξεπερνάει και την πιο νοσηρή φαντασία. Σήμερα έλαβα την πρώτη επίσημη καταγγελία, ένα παιδί από το Αραχναίο- ούτε ξέρω που πέφτει- κοιμήθηκε πριν από δώδεκα μέρες και έκτοτε παρα τις προσπάθειες των γονιών του δεν ξυπνάει ούτε με κανόνι που λέει ο λόγος»
«Το ξέρω το Αραχναίο, βρίσκεται κοντά στο Άργος, ο παππούς μου καταγόταν από εκεί, αλλά δεν έχω παει ποτέ»
«Ευκαιρία να το κάνεις τώρα λοιπόν, και να ερευνήσεις την υπόθεση επι τόπου»
Είπε με το γνώριμο ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις και παζάρια, όπως και να χε, η προοπτική να επιστρέψω στις ρίζες μου αναλαμβάνοντας παράλληλα την πιο αλλόκοτη υπόθεση που μου είχε ποτέ ανατεθεί κάθε άλλο παρά με αποθάρρυνε.
***
Στη σάλα ενός πετρόχτιστου, παλιού αρχοντικού που στεγάζεται το Δημαρχείο με υποδέχεται ο Θεόφιλλος Μιρμύλας, ανώτατος άρχοντας της τοπικής κοινότητας και πρώην οφθαλμίατρος.
«Σας ευχαριστώ θερμά που ήρθατε, όπως καταλαβαίνεται προσπαθούμε να κρατήσουμε μακριά από τη δημοσιότητα την υπόθεση τόσο για τη φήμη του όμορφου χωριού μας αλλά και προς αποφυγήν κακοπροαίρετων υπερβολών»
«Σας καταλαβαίνω, αλλά πείτε μου για την υπόθεση του αγοριού;»
«Δεν πρόκειται για ένα περιστατικό αλλά για τουλαχιστον τρία μέχρι στιγμής, το τελευταίο σημειώθηκε πριν από πέντε μέρες όταν προσπάθησα να ξυπνήσω το γιο μου για να πάει στο σχολείο του»
Μένω προς στιγμήν άναυδος, τον βλέπω να αντιμετωπίζει την έκπληξη μου με την ίδια παροιμιώδη ψυχραιμία. «Καταλαβαίνετε ότι δεν έχω την πολυτέλεια να τρελλαθώ, είμαι δήμαρχος σε αυτόν τον τόπο, οφείλω να δώσω πρώτος το παράδειγμα στους συγχωριανούς μου για να ξεπεράσουμε όλοι μαζί αυτή την συμφορά. Προς το παρόν κάνουμε μόνο εικασίες και ελπίζουμε στην αφύπνιση των παιδιών μας. Προσωπικά δεν έχω κάτι άλλο να σας πω, νομίζω ότι ο επόμενος άνθρωπος που θα πρέπει να μιλήσετε είναι ο γιατρός μας. Τον έχω ενημερώσει για την άφιξη σας και σας περιμένει στο αγροτικό του ιατρείο»
***
«Σας αρέσει ο Μάλαμας;»
Ο Ιατρός Πολύκαρπος Πριόβολος κάθεται στο γραφείο του αναμοχλεύοντας με το καλαμάκι του μια μισοτελειωμένη πορτοκαλάδα. Έχει αλογοουρά, μάυρα εκφραστικά μάτια και ελαφρώς γαμψή μύτη. Τον φαντάζομαι, για έναν ανεξήγητο λόγο, σε κάποιο ελεύθερο κάμπιγκ της Ικαρίας συντροφιά με μια γοητευτική κοπέλα ανάλογου στυλ που η νεολαία, χωρίς να γνωρίζω την ετυμολογία και την προέλευση της λέξης, αποκαλεί γκρούβαλους. Δεν καταλαβαίνω γιατί προβαίνω σε τέτοιους συλλογισμούς ούτε τι δουλειά έχει ο Μάλαμας με την υπόθεση μας.
«Δεν έχω ακούσει πολλά τραγούδια του, μου φαίνεται συμπαθής πάντως»
Βάζει ένα κομμάτι του στον υπολογιστή και σιγοτραγουδάει τους στίχους του.
«Μάτια που τα άφησα μακριά δεν θα σας ξαναδώ/ ότι μαζί σας έζησα κανείς δεν θα πιστέψει/ κάποιου τρελού το ανάθεμα μας έφερε ως εδώ/ κανένας μας δεν πέθανε μα όλοι έχουν σαλέψει»
Δεν γνωρίζω σε ποιους αναφέρεται, πάντως ο ίδιος δεν φαίνεται να στέκει και στα πολύ καλά του.
«Έστειλα την αναφορά μου σε δύο καθηγητές μου, από τους πιο διακεκριμένους στην Πανεπιστημιακή κοινότητα, πρόκειται για έναν νευρολόγο και έναν ψυχίατρο. Περιμένω με αγωνία τα συμπεράσματα τους, προς το παρόν η υπόθεση είναι πρωτοφανής»
Μου λέει ανάβοντας τσιγάρο.
«Η δική σας άποψη ποια είναι;»
«Στις μικρές, κλειστές κοινότητες έχουν καταγραφεί πολλά περιστατικά αιμομιξίας, η διαταραχή των γονιδίων μπορεί να προκαλέσει ασθένειες άγνωστες και πρωτόγνωρες, ένα τέτοιο περιστατικό είχε για παράδειγμα σημειωθεί στην Βραζιλία, όπου οι κάτοικοι ενός ολόκληρου χωριού είχαν μια πολύ σπάνια και σοβαρή δερματοπάθεια που προκαλούσε ή έκθεση στην ακτινοβολία. Στην δικιά μας υπόθεση ωστόσο τολμώ να κάνω μια διάγνωση που ίσως θα ενοχλήσει αρκετούς»
«Δηλαδή»
«Τα παιδιά αυτά απλά δεν θέλουν να ξυπνήσουν»
«Αστειεύεστε;»
«Καθόλου»
Σοβαρεύει απότομα σβήνοντας το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο.
«Πρόκειται για μια χαμένη γενιά, μια γενιά που κληρονόμησε όλες τις παθογένειες του σύγχρονου ελληνικού κράτους και καλείται τώρα να κάνει restart από τα συντρίμμια, κάποια από τα παιδιά αυτά, ίσως γνωρίζοντας την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους, επιλέγουν το λήθαργο, μια κατατονική κατάσταση που τους θωρακίζει απέναντι σε αυτή την αρρωστημένη πραγματικότητα»
«Υπάρχει επιστημονική εξήγηση όμως;»
«Πρακτικά όχι, όμως μην ξεχνάτε ότι και για άλλες νόσους η ιατρική κοινότητα έκανε χρόνια να βρει μια τεκμηριωμένη απάντηση, ακόμα ο καρκίνος ή η κατάθλιψη δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς»
«Πότε θα ξυπνήσουν πιστεύετε»
Χαμογέλασε με νόημα
«Αυτό, το γνωρίζουν μόνο τα ίδια…»
***
Το Αραχναίο εκτείνεται σε μια κατηφορική πλαγιά και αποτελεί, σύμφωνα με τον τοπικό τουριστικό οδηγό, ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Αργολίδας. Από το παράθυρο του ξενώνα μου παρατηρώ πανοραμικά το καταπράσινο τοπίο με τα ελαιόδεντρα να απλώνεται πίσω από τις στέγες των σπιτιών. Ωστόσο οι έγνοιες μου απαγορεύουν να απολάυσω τη φύση, στο νου μου στριφογυρίζουν τα λόγια του Πριόβολου, μια παραλλαγή της εισαγωγής που μου έκανε ο Δασκαλόπουλος μερικές μέρες νωρίτερα. Τα παιδιά αυτής της χώρας είναι πρακτικά καταδικασμένα να μην ξυπνήσουν ποτέ. Ανοίγω την τηλεόραση πέφτοντας στο γνωστό τηλεριάλιτη των ημερών όπου οι διαγωνιζόμενοι περνάνε ένα σωρό εξευτελιστικές δοκιμασίες με έπαθλο ένα πιάτο ρύζι και την επιβίωση τους. Ένα ολόκληρο έθνος που πέφτει τους παρακολουθεί αποχαυνωμένο. Το τηλέφωνο μου με καλεί το επόμενο πρωί την ώρα που ετοιμάζω τον καφέ στο καμινέτο.
«Έχουμε κι άλλα κρούσματα» Με πληροφορεί τρεμάμενη η φωνή του Δασκαλόπουλου.
«Πόσα, δηλαδή;»
«Εκατοντάδες, από την Αλεξανδρούπολη μέχρι το Ηράκλειο και από την Χίο μέχρι την Κέρκυρα. Παιδιά κοιμούνται και αρνούνται να ξυπνήσουν, έτσι απλά, τόσο απλά…»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Έγκλημα στην Αστυπάλαια (Καλοκαιρινό αστυνομικό αφήγημα)