Πεθαίνοντας στην Α.
Ήμουν τρεις μέρες νεκρός στην Α. Ένιωθα περήφανος γι' αυτό, ήταν ένα ωραίο μέρος για να πεθάνει κανείς, σίγουρα καλύτερο από την Αθήνα ή οποιαδήποτε άλλη τριτοκοσμική μεγαλούπολη. Τα πρώτα σημάδια σήψης είχαν ήδη καταλάβει το σαρκίο μου, καθώς το cd player έπαιζε ένα κομμάτι τζαζ που είχα βάλει στο repeat λίγο προτού αφήσω την τελευταία μου πνοή. Έτσι είχα φανταστεί το θάνατο μου,μέσα σε ένα νησιώτικο σπίτι με θόλο, σοφά, παλιά ξυλόγλυπτα έπιπλα και ένα ψάθινο καπέλο να κρέμεται στον τοίχο απέναντι. Αν ήμουν ζωντανός, θα μπορούσα να ακούσω τον παφλασμό των κυμάτων, την πρόσκρουση τους στην προκυμαία, το σφύριγμα του αέρα καθώς διαπερνούσε σαν αόρατη διάφανη λάβα τα στενοσόκακα, τα βήματα και τις φωνές του μεθυσμένου πλήθους, τα τραγούδια και τις φωνές της ασυνάρτητης χαράς τους. Τα βογγητά κάποιας απρόσωπης σαρκικής συνεύρεσης και ασφαλώς το αγαπημένο μου τζαζ κομμάτι. Αλλά, από την άλλη, δεν μπορούσα να τα έχω κι όλα, όφειλα να αποδεχτώ την κάθοδο μου στον κόσμο των νεκρών αφήνον