Διπλωματική ασυλία

Το γράμμα του ήταν σύντομο και μεστό
"Άσε τους μαλάκες τους καλλιτέχνες που κάνεις παρέα και έλα Βρυξέλλες, θα περάσουμε πρίμα"
Λεφτά δεν είχα ούτε για κωλόχαρτο, ευτυχώς είχα τους καλλιτέχνες μου, δανείστηκα από έναν κόπανο σκηνοθέτη που είχε λάβει μια παχυλή κρατική επιδότηση για τη νέα σπλάτερ παπαριά του και έφυγα τσιφ για το αεροδρόμιο. Ο υπέρμετρος ενθουσιασμός μου με οδήγησε στην αίθουσα αναχωρήσεων δύο ώρες πριν την προγραμματισμένη πτήση, αν συνυπολόγιζε κανείς ότι πετούσα με Ολυμπιακή είχα πέντε ώρες γεμάτες να κωλοβαρέσω. Αδικημένος από τη φύση δεν ήμουν, το αντίθετο μάλλον, έπιασα με την άκρη του ματιού μου μια νόστιμη ξανθιά, της έπιασα και κουβέντα, έπιασα και λίγο μπουτάκι και η ώρα πέρασε φίνα. Φεύγοντας μου υποσχέθηκε ότι θα με κάνει φίλο και στο facebook. Πολύ χάρηκα.
Με τον Π. είχα δώσει ραντεβού στο Gare du Midi, πρόκειται για τον μεγαλύτερο τερματικό σταθμό της πόλης των Βρυξελλών, γεμάτο πρεζάκια, απόκληρους και μεθύστακες. Βγαίνοντας είδα έναν τύπο να ρίχνει μπουνιές στον εαυτό του, δεν τον παρεξήγησα, και γω στη θέση του το ίδιο θα έκανα, λίγα μέτρα πιο κει με περίμενε ο Π. Αγκαλιαστήκαμε με φιληθήκαμε σταυρωτά.
"Τι γίνετε ρε μαλάκα συγγραφέα, όλα καλά;"
με καλωσόρισε. "Δε βαριέσαι..."
του αποκρίθηκα.
Ο Π. εργαζόταν στην πρεσβεία, κάτι με θέματα πολιτισμού γενικά και αόριστα, μου είχε προτείνει να κάνω και παρουσίαση του βιβλίου μου αλλά τον καιρό εκείνο βαριόμουν να κάνω ένα βήμα από τον καναπέ μέχρι το περίπτερο, πόσω μάλλον μέχρι της Βρυξέλλες, άσε που οι παρουσιάσεις μου προκαλούσαν πάντα αηδία, εσύ στο βήμα και ένα μάτσο ηλίθιοι από κάτω να περιμένουν να ακούσουν τη βαρυσήμαντη παπαριά σου. Ούτε γι' αστείο...
Μπήκαμε σπίτι του και τραβήξαμε δύο γραμμούλες κοκό, δεν ήταν άσχημα για πρωινό, και αν ξέχασα να το αναφέρω ας το πάρει τώρα το ποτάμι, Ο Π. εκτός από διπλωμάτης ήταν και βαποράκι, πως τα συνδύαζε; Διπλωματική ασυλία το έλεγε. Η αστραφτερή Alfa Romeo του, εκτός από πινακίδες διπλωματικού σώματος, έφερε στο πορτμπαγκάζ της και άσπρη, κοκό, χάπια, κουμπιά και ό,τι τραβάει η όρεξη σου. Ένα κινητό φαρμακείο για να σε διακτινίσει από τη γη στο φεγγάρι και ακόμα παραπέρα. Όρεξη να χε κανείς και όλα τ' άλλα τα βρίσκαμε, αλλά εμείς δεν είχαμε και πολύ πρωινιάτικα. Με την τσίμπλα στο μάτι σνιφάραμε τα απολύτως απαραίτητα, τα υπόλοιπα το βράδυ.
.Και το βράδυ δεν θ' αργούσε
"Πέφτει η νύχτα στο Παλεεεεερμο!"
"Κλείστα μάτια σου ρε μαλάκα"
"Δεν καταλαβαίνω"
"Τι δεν καταλαβαίνεις;"
"Γιατί πρέπει να είναι το Παλέρμο και όχι, ας πούμε, η Νάπολι"
"Γιατί έτσι λέγετε το παιχνίδι"
" Ναι, αλλά σημασία δεν έχει το όνομα αλλά οι κανόνες, έτσι κι αλλιώς όποιος κερδίζει σνιφάρει κοκό οπότε τι Παλέρμο, τι Νάπολι τι Ουγκάντα"
Η Linda μου χαμογέλασε, γι' αυτό εξάλλου έλεγα όλες αυτές τις μαλακίες, για να γαμήσω το παιχνίδι και να κάνω το κομμάτι μου. Η Linda ήταν από τη Νορβηγία, περίπου δηλαδή, γιατί μόλις έκλεισε τα τρία τους επισκέφτηκε ένα κονκλάβιο βουδιστών μοναχών και την επέλεξαν ως τη μετενσάρκωση της θεάς Σάρα Μάρα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, τώρα πως βρέθηκαν οι μοναχοί στη Νορβηγία μη με ρωτήσετε, όλο τον κόσμο θα είχαν γυρίσει για να βρουν τη μετενσάρκωση αυτής της γαμιόλας. Το θέμα ήταν ότι την πήραν από τους γονείς της και την έκλεισαν σε ένα μοναστήρι στα βάθη του Νεπάλ για να περνάνε οι μαλάκες οι τουρίστες και να τη βγάζουν φωτογραφίες. Κάποια στιγμή φλίπαρε το πιτσιρίκι, μάζεψε τα μπογαλάκια της και την έκανε. Τώρα κάνει βίζιτες στις Βρυξέλλες, από μοναχή και αγάμητη χίλιες φορές καλύτερα εδώ που τα λέμε.
"Ε γάμησε μας μαλάκα!"
Τελικά τα είχα καταφέρει. Δεν ήταν και δύσκολο. Ο Π. είναι ευέξαπτο παιδί, γι αυτό και έχει πλακωθεί στις γιόγκες τελευταία, όχι ότι τον έχει βοηθήσει και καθόλου, αλλά τέλος πάντων. Κοίταξα τη Linda με τον αέρα του αρσενικού που έχει πετύχει το σκοπό του, για κάτι τέτοιες φτηνές στιγμές ζω άλλωστε και δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω. Η Linda πάλι με κοίταξε με ένα ύφος που μαρτυρούσε πως τα μουνόχειλα της είχαν μουσκέψει μέχρι τις σάλπιγγες.Ο Π. εν τω μεταξύ, ήταν έξω φρενών.
" Πάντα το ίδιο κάνεις μαλάκα, πάντα να τα σκατώνεις θέλεις, και τότε στην εκδρομή στην Αράχοβα, και στο σχολείο όταν διάλεγες ομάδα και στην κατασκήνωση..."
Και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Που θυμόταν τόσες λεπτομέρειες από το παρελθόν μας ένας Θεός ήξερε.Εγώ μόνο τη φάση στην κατασκήνωση θυμόμουν, που είχα δέσει τρία βαρελότα στην ουρά μιας ψωρόγατας και την είχα φουντάρει στο κρεβάτι του ενώ εκείνος κοιμόταν. Πάντως δεν είχε λόγο να μου το κρατάει μανιάτικο, η γάτα που έμεινε κολοβή τι να λεγε δηλαδή;
Μ' αυτά και μ'αυτά είχε πάει μεσάνυχτα και μεις καθόμασταν και ασχολιόμασταν με εφηβικές αηδίες. Λες και το κατάλαβε ο μούργος και γύρισε στη Linda και τη φίλη της τη Yona δίνοντας το έναυσμα:
" Ετοιμαστείτε πουτάνες! Φεύγουμε για Soixante!"
Τι είναι το Soixante;Δύσκολο για κάποιον που έχει ζήσει την εμπειρία του να το περιγράψει. Κατ αρχάς είναι μια περιθωριακή ντίσκο στην γκέι συνοικία των Βρυξελλών, γνωστής στο ευρύ κοινό ως fontainas. Εκεί λοιπόν που συχνάζει και περιφέρεται σύσσωμο το αδερφομάνι δεσπόζει μια μαύρη μεταλλική πρόσοψη με μια νέον επιγραφή από πάνω που σχηματίζει τον αριθμό 60. Στα σπλάχνα του χορεύει και συνωστίζεται η σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα, εδώ όλο και καμιά "ψιλή" παίζει πάντα, εδώ κανονίζονται παρτούζες, εδώ έχουν κλείσει σπίτια και διαλυθεί οικογένειες.
Ο πιθηκοειδής πορτιέρης στη είσοδο μας καλωσόρισε με ένα χαμόγελο γνήσιας ειρωνείας, ήθελε και συστάσεις το μαλακισμένο. Ευτυχώς ο Π. τις είχε. "Ξέρω τη χοντρή κυρία" του είπε και εκείνος παραμέρισε αυτοστιγμεί- πάντα μου την έσπαγαν όσοι πουλούσαν μούρη εκεί που τους έπαιρνε και στρώναν χαλί εκεί που στριμώχνονταν. Ποιος να ξερε τι ζόρια είχε τραβήξει παιδί, ίσως να τον έδερνε ο μπαμπας του, ίσως να τον βίαζε ο δάσκαλος του πιάνου, ίσως πάλι απλά να γεννήθηκε ηλίθιος. Προς το παρόν, ήμουν αρκετά απασχολημένος μπαλαμουτιάζοντας τη μικρή και αθώα Linda για να το εξακριβώσω.
Όταν μπήκαμε ο Π. χαριεντιζόταν ήδη με τη χοντρή κυρία. Η χοντρή κυρία δεν ήταν ακριβώς κυρία, ήταν κύριος. Ούτε χοντρός ήταν, ήταν θεόχοντρος. Διατηρούσε ένα ρουχάδικο στο κέντρο με την επωνυμία Big Jim, δηλαδή το ρουχάδικο ήταν η βιτρίνα, και πίσω όπλα, λευκή σάρκα, ανθρώπινα μοσχεύματα και ό,τι βάλει ο νους σου. Πάντως έτσι ήθελε να τον φωνάζουμε, Big Jim, και στην κάμπριο μερσεντές του οι πινακίδες έγραφαν Jim 007, τέτοια ψωνάρα. Ο Π. με φώναξε και έκανε τις συστάσεις, ο Big Jim με υποδέχτηκε με μια εγκάρδια χειραψία, φαντάστηκα ότι το ίδιο χέρι είχε σακατέψει ουκ ολίγους, αλλά τι σημασία είχε, κάτι τέτοιοι τύποι έπρεπε να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα συγκατάβαση.
Εν τω μεταξύ, ένα χέρι είχε γλιστρήσει στον πισινό μου και τον θώπευε απαλά, νόμιζα ότι άνηκε στη Linda, όμως εκείνη βρισκόταν απέναντι μου στο πλευρό του Big Jim με τον κώλο της επίσης κατειλημμένο- γύρισα και είδα έναν ημίγυμνο πίθηκο με μάσκα που από τη μύτη κρεμόταν ένα τεράστιο πέος.
" Είσαι σε σπίντ;" τον ρώτησα. "Οχι, είμαι στις παρυφές της κόκας" μου απάντησε. "Θέλεις να ρίξεις μία;"
Δεν ήθελα, ήθελα μια παγωμένη μπίρα και τη Linda, η οποία είχε ευτυχώς αποδεσμευτεί από το μαμούθ της παραχωρώντας τη θέση της στη Yona. Πέρασε το χέρι της στον αγκώνα μου και με τράβηξε προς τα ενδότερα. Την ακολούθησα πειθήνια...
Και αν δεν μου έλεγε όλα αυτά τα κουφά για τις κατσαρίδες θα μπορούσα να την είχα ερωτευτεί για τόσο δα. Γιατί ήταν πανέμορφη η άτιμη, με μακριά κατάξανθα μαλλιά, μάτια τιρκουάζ που σε ταξίδευαν σε διάφανα κοραλλένια νερά και ένα ζεύγος πορσελάνινων χειλιών που σε καλούσε να χαθείς μέσα του. Αλλά αυτή την ιστορία με τις κατσαρίδες που θα ταν λέει οι μοναδικοί ζώντες οργανισμοί που θα επιβίωναν όταν όλοι οι υπόλοιποι θα εξαλείφονταν τι την ήθελε; Ήταν τυραννισμένη ψυχή η κακομοίρα, τόσα χρόνια βουδισμού, τόσες φωτογραφίες από ηλίθιους τουρίστες που έψαχναν το κάρμα τους στις εσχατιές του πλανήτη, τόσες πίπες σε στραβοχυμένους κοιλαράδες.
Την έσφιξα στην αγκαλιά μου γευόμενος τα μαγικά της χείλη που τόσο είχα ποθήσει. Κι ύστερα έμεινα αποχαυνωμένος να κοιτάω όλο αυτό το πλήθος των κρετίνων να χτυπιέται υπό τους ήχους ενός άρρυθμου ντάπα ντούπα. Και τότε κατάλαβα, κατάλαβα πόσο κοντά ήταν το τέλος και ένιωσα ένα ρίγος να με κυριεύει.
Ζούσαμε τις τελευταίες μέρες του ανθρώπινου πολιτισμού, η εποχή των παγετώνων διαφαινόταν στον ορίζοντα πιο απειλητική από ποτέ άλλοτε, και ό,τι θα αφήναμε ως είδος στη διαθήκη μας θα ήταν το σάουντρακ ενός κακόγουστου πρωτογονισμού. Θα ήταν αναίτια και ιδρωμένα κορμιά, θα ήταν ατάλαντοι σκηνοθέτες, θα ήταν οι πινακίδες του Big Jim που υποδήλωναν την αντιαισθητική μεγαλομανία όσων έπιασαν την καλή, θα ήταν τα αντιψυχωτικά που καταπίναμε σαν καραμέλες για να γεμίσουμε το απύθμενο κενό μας, θα ήταν εφηβικά οράματα που ανταλλάχθηκαν με αστραφτερές Άλφα Ρομέο και αθωότητες που τσακίστηκαν.
Κατάλαβα ότι η ομορφιά της Linda ήταν πολύ ενοχλητική για να υπάρξει σε έναν κόσμο που θα επιβίωναν μόνο οι κατσαρίδες. Γι αυτό έπρεπε να συνθλιβεί με τον τρόπο που συνθλιβόταν κάθε μέρα, να γίνει το φτηνό εμπόρευμα μιας βιτρίνας που καθρέφτιζε την ασχήμια μας.
"Καμιά φορά τα παίρνω και τα βάζω στον κόλπο μου"Έσκυψε και μου ψιθύρισε."Ποια;"."Τα κατσαριδάκια, και νιώθω τα ποδαράκια τους να με γαργαλάνε. Και είναι ωραία η αίσθηση, αλλά δεν είσαι γυναίκα να το καταλάβεις! Ποτέ δεν θα το καταλάβεις!"
Προτού προλάβω να ξεράσω τ αντερά μου ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει προς το μέρος του κι υστερα φωνές και ουρλιαχτά. Από πίσω μας ο Big Jim με δύο ασπόνδυλα μας ωθούσαν κλοτσηδόν προς την έξοδο κι εμείς κουτρουβαλούσαμε τα σκαλιά σαν ακανόνιστες χιονοστιβάδες. Έπιασα για ένα δευτερόλεπτο με το μάτι τη Linda να με κοιτάει με τρόμο και έκπληξη, και αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που συγκράτησα από κείνη πριν προσγειωθώ στο δρόμο.
"Τι έγινε ρε μαλάκα;" τον ρώτησα μαζεύοντας τα μούτρα μου από την άσφαλτο."Τίποτα δεν έγινε απλώς ο μεγάλος τσαντίστηκε"."Για ποιο λόγο;"."Δεν υπάρχει λόγος ρε αγόρι μου, όταν τον πιάνουν τα διαόλια του τον πιάνουν, τραβάει ζόρια και αυτός"."Και τον δικαιολογείς"."Δεν δικαιολογώ τίποτα φίλε, δεν δικαιολογώ τίποτα.."
Περπατήσαμε αμίλητοι προς το αυτοκινητο σαν δυο κακομοιριασμένοι φαντομάδες που διατάραζαν με τις φιγούρες τους τη νύχτα. Ο Π.κοντοστάθηκε κάτω από έναν φανοστάτη και άναψε τσιγάρο, έκανε μερικά βήματα ακόμη και ξεκλείδωσε την πόρτα της Άλφα του.
"Ξέρεις ποιο θα είναι το μοναδικό είδος στον πλανήτη που θα επιβιώσει όταν τα άλλα εκλείψουν;"."Στ αρχίδια μου, λες και θα ζω μέχρι τότε για να το μάθω"με αποπήρε πετώντας το τσιγάρο σε ένα βουλωμένο φρεάτιο, έκλεισε μετά την πόρτα, έβαλε το κλειδί στη μίζα και ξεκινήσαμε...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η εκτέλεση