Πεθαίνοντας στην Α.

Ήμουν τρεις μέρες νεκρός στην Α. Ένιωθα περήφανος γι' αυτό, ήταν ένα ωραίο μέρος για να πεθάνει κανείς, σίγουρα καλύτερο από την Αθήνα ή οποιαδήποτε άλλη τριτοκοσμική μεγαλούπολη. Τα πρώτα σημάδια σήψης είχαν ήδη καταλάβει το σαρκίο μου, καθώς το cd player έπαιζε ένα κομμάτι τζαζ που είχα βάλει στο repeat λίγο προτού αφήσω την τελευταία μου πνοή. Έτσι είχα φανταστεί το θάνατο μου,μέσα σε ένα νησιώτικο σπίτι με θόλο, σοφά, παλιά ξυλόγλυπτα έπιπλα και ένα ψάθινο καπέλο να κρέμεται στον τοίχο απέναντι.
Αν ήμουν ζωντανός, θα μπορούσα να ακούσω τον παφλασμό των κυμάτων, την πρόσκρουση τους στην προκυμαία, το σφύριγμα του αέρα καθώς διαπερνούσε σαν αόρατη διάφανη λάβα τα στενοσόκακα, τα βήματα και τις φωνές του μεθυσμένου πλήθους, τα τραγούδια και τις φωνές της ασυνάρτητης χαράς τους. Τα βογγητά κάποιας απρόσωπης σαρκικής συνεύρεσης και ασφαλώς το αγαπημένο μου τζαζ κομμάτι. Αλλά, από την άλλη, δεν μπορούσα να τα έχω κι όλα, όφειλα να αποδεχτώ την κάθοδο μου στον κόσμο των νεκρών αφήνοντα τους ζωντανούς στην ησυχία τους.
Δε θα πρεπε να τρέφω παράπονο σκέφτηκα. Είχα ζήσει αρκετά προτού μετατραπώ σ' ένα αμελητέο κομματάκι της συμπαντικής αστερόσκονης τείνοντας προς το απόλυτο τίποτα, είχα προλάβει να γίνω θεός, παλιάτσος, αφέντης και θύμα. Και επιπλέον είχα επιλέξει το ιδανικό μέρος για να πεθάνω.
Ξαπλωμένος με τη γόπα σφηνωμένη στα χείλια και τις αναμνήσεις να με λούζουν όπως τα ροδοπέταλα που ραίνουν το νεκρό, αποτιμούσα το θαύμα της ύπαρξης μου στις μικρές και ασήμαντες στιγμές της, όταν, ναρκωμένος από τα μεγάλα πρέπει της ζωής, αυτές εισέβαλλαν μέσα της σαν ηλιαχτίδες από χαραμάδα. Ένα πρωινό τσιγάρο την επόμενη μιας εξαντλητικής κραιπάλης στην άλλη άκρη του κόσμου, την ευωδιά του αγιοκλήματος απ τους μελαγχολικούς περιπάτους μου στην Αυγουστιάτικη Αθήνα και των μπαχαρικών απ' τις περιπλανήσεις μου στις αγορές της Ιερουσαλήμ. Είχα πεθάνει, αλλά τουλάχιστον είχα προσπαθήσει να ζήσω.
Άραγε ποιος θα μ έβρισκε πρώτος γνωστοποιώντας το τέλος μου στον υπόλοιπο κόσμο; Ο Τ. που έξυνε ολημερίς τ αρχίδια του στον καφενέ του Γιαλού και το βράδυ επιδιδόταν σε διαγωνισμούς οινοποσίας με άλλα αγιοποιημένα κοπρόσκυλα; Ο Σ. που σαν ολοφώτεινη πυγολαμπίδα πετάριζε στα σκοτάδια της νύχτας γυρεύοντας άκαπνα τεκνά για να καταλήξει σπίτι αγκαζέ με την έντιμη μοναξιά του; Ή μήπως ο Γ., ο καμπούρης που με χαιρετούσε σκνίπα στα μπάρ και το επόμενο πρωί με ρωτούσε που ήμουν και τι έκανα χθες το βράδυ; Όλοι τους ακίνδυνοι ψυχασθενείς, παιδιά καλά, ξεβρασμένοι σε μια αδιόρατη κουκκίδα του κόσμου που συμπύκνωνε- θα λεγε κανείς- όλο το νόημα και την ουσία του.
Ίσως να μπορούσα να ζήσω λίγο ακόμα αν επιθυμούσα. Μια στιγμή, ένα λεπτό, δέκα μέρες, είκοσι χρόνια. Ήταν ωραία να πεθαίνεις στην Α. μα ακόμα καλύτερα να ζεις εκεί. Για όλες τις χρυσοκέντητες ανατολές, τα χαμένα καλοκαίρια και τους νικημένους έρωτες. Για μια τελευταία, κρίσιμη ρεβάνς.
Υπήρχαν εκείνοι που ζούσαν και πέθαιναν κάθε μέρα από τα πάθη τους κι οι άλλοι που περιφέρονταν για πάντα νεκροζώντανοι χωρίς να τα γνωρίσουν ποτέ. Ήξερα πως ότι με είχε σκοτώσει θα μ'ανάσταινε ξανά, κι έτσι περίμενα. Βλέποντας το αίμα να στάζει από παντού, να τινάζεται σαν πίδακας από τα διάσελα, να ρέει από τις βουνοκορφές μέχρι της φλέβες μου, να βάφει με το χρώμα του τα μάτια μου, τον ήλιο και την σφιγμένη μου γροθιά. Όφειλα- το γνώριζα- να σηκωθώ ξανά, ειδάλλως θα έμενα έτσι για πάντα, οι μέρες θα με προσπερνούσαν σαν να μην της έζησα ποτέ, οι στιγμές θα ΄ταν τόσο νεκρές όσο κι εγώ, κι αν άνοιγα τα μάτια μου ξανά, η Α. θα ήταν μια ξέθωρη ανάμνηση, πολύ μακρινή για συνδεθεί με τον πρώτο μου μεγαλειώδη και λυτρωτικό θάνατο...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η εκτέλεση