Η καταγγελία

Το παρόν σημείωμα περισυνέλλεξε ρακοσυλλέκτης από κάδο σκουπιδιών στη συμβολή των οδών Αυλίδος με Καισαρείας (περιοχή Αμπελόκηποι) και απεστάλη αυτούσιο στα γραφεία της εφημερίδας μας. Το αναδημοσιεύουμε για αποτρεπτικούς στο ευρύ κοινό λόγους διατηρώντας την λογοκρισία που επιβάλλουν οι ισχύουσες διατάξεις του νόμου Ν3128/98 περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Τα αρχικά του ονοματεπωνύμου μου είναι Α.Σ. Δεν έχουν πιστεύω σημασία τα πλήρη στοιχεία μου, αλλά το περιεχόμενο της καταγγελίας μου. Όλα άρχισαν το καλοκαίρι του 2012, όταν συνελήφθην βάσει διεθνούς εντάλματος για παράνομη διακίνηση και εμπορία ονείρων. Η ποινή μου πολλαπλασιάστηκε δευτεροδίκως με το αιτιολογικό ότι η καθαυτή έφεση φανέρωνε απουσία μεταμέλειας και άρνηση ανάληψης των εγκληματικών ευθυνών μου. Το δικαστήριο δεν συγκινήθηκε από το ρεταλιασμένο κουφάρι που στάθηκε απέναντι του υπό τη μορφή ανθρώπου, ούτε παραπλανήθηκε- κατά τα λεγόμενα του δικαστή της έδρας- από την πάγια θέση του συνηγόρου μου ότι δεν υπήρξα κατ’ ουσία ποτέ δυνάστης των ονείρων μου αλλά θλιβερός όμηρος και άβουλο υποχείριο τους…
Οδηγήθηκα στη δέλτα πτέρυγα των νεόδμητων φυλακών Πεντέλης, λίγα μόλις μέτρα από το πατρικό μου όπου κατά την εφηβεία – σε καθεστώς αδικαιολόγητου παροξυσμού και υπό την επήρεια αλκοόλ- φιλοξένησα και εξέθρεψα γενναιόδωρα τα πρώτα μου όνειρα. Περιττό να αναφέρω ότι το σπίτι αυτό- μετονομασμένο σε γιάφκα από τους πληρωμένους και άθλιους κοντυλοφόρους- έχει σφραγιστεί από τις αρχές και δημευθεί από το δημόσιο. Το αποστειρωμένο 3τ.μ κελί μου είναι εφοδιασμένο με μια κούτα τσιγάρα μάρκας CHUNGHWA (κινέζικα) και έναν φορητό υπολογιστή μέσω του οποίου μπορώ να έχω πρόσβαση μόνο σε σάιτ σκληρού ερασιτεχνικού πορνό στα πλαίσια του σχεδιασμένου από τους αρμόδιους ψυχολόγους σωφρονισμού μου. Στα πλαίσια του ίδιου προγράμματος είμαι υποχρεωμένος να συναντώ τον επιμελητή μου μια φορά κάθε εβδομήντα εφτά χρόνια. Η πρώτη μας συνάντηση πραγματοποιήθηκε χθες. Ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος.
– Αισθάνεσαι μεταμέλεια για τις ενέργειες σου;
– Νιώθω προδομένος από τις προσδοκίες μου.
– Αυτό δεν είναι μια ικανοποιητική απάντηση
– Είναι όμως αυτό που νιώθω, άλλωστε τι παραπάνω έχω να χάσω, η ποινή μου είναι τελεσίδικη και εσένα θα σε ξαναδώ σε εβδομήντα εφτά χρόνια.
– Μπορείς να διατηρείς ακόμα αναμνήσεις;
– Ναι αλλά αυτές θα ξεθωριάσουν σύντομα, μαλακίζομαι δεκαεφτά φορές τη μέρα και καπνίζω μια κούτα από αυτά τα κωλοκινέζικα τσιγάρα που μου έχετε δώσει.
– Τα τσιγάρα είναι δωρεά της κινέζικης πρεσβείας στα πλαίσια της στενότερης διήμερους συνεργασίας πάνω σε θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών.
– Άκουσα ότι υπάρχει μια νέα μόδα στην Κίνα, παίρνουν λέει μικρά γατιά και τους δίνουν μια ουσία που μαλακώνει τα οστά τους ώστε να μπορούν να εφαρμόζουν μέσα γυάλινα βαζάκια, έπειτα τα κλείνουν μέσα αφήνοντας μια μικρή εσοχή ώστε να μπορούν να ταΐζονται με υγρή τροφή και να διατηρούνται ζωντανά. Έτσι προωθούνται στο εμπόριο και πωλούνται στους καταναλωτές ως διακοσμητικά…
– Ναι αλλά τι σχέση αυτό με την συζήτηση μας;
– Καμία, απλώς μου ήρθε.
– Αγαπάς την οικογένεια σου; – Δεν έχω οικογένεια.
– Αν όμως είχες;
– Θα τη σιχαινόμουνα.
– Μάλιστα
– Τι γράφεις εκεί; – Την αναφορά μου.
– Δηλαδή τελειώσαμε;
– Προς το παρόν ναι.
Από τους δεσμοφύλακες που με επιτηρούν οι περισσότεροι είναι τέρατα, συχνά με φτύνουν στη μούρη και με χλευάζουν, υπάρχει όμως ανάμεσα τους ένας με καλή ψυχή και μπέσα που με κουβεντιάζει και συχνά προσπαθεί να μου δώσει κουράγιο. Το όνομα του είναι Τηλέμαχος. Που και που μου δίνει στη ζούλα χαρτί και μολύβι για να γράφω τις σκέψεις μου, ύστερα του τις δίνω και του λέω να τις κάνει σαΐτες και να τις πετάξει στη θάλασσα ή να βάλει πάνω τους σπόρια και να τις αφήσει σε κάποια πλατεία για να φάνε τα περιστέρια. Συχνά αναλογίζομαι όλους εκείνους τους καταχραστές ονείρων που ζούνε, περπατάνε και αναπνέουν ελεύθεροι. Αλλά πλέον δεν με πειράζει, η φυλακή άλλωστε είναι για τους μικροαπατεώνες, τους τρελούς, τους εθισμένους και τους κοινωνικά απροσάρμοστους.
Χθες υπέβαλλα στον εαυτό μου μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Αναρωτήθηκα αν είμαι ελεύθερος. Ή μάλλον αν ήμουν πιο ελεύθερος πριν. Αν ουσιαστικά πλήρωσα την εγκληματική εμμονή μου να ονειρεύομαι αρνούμενος την πραγματικότητα, αν δεν ήταν ένα απρόσωπο δικαστήριο αυτό που με τιμώρησε αλλά η ίδια η πραγματικότητα. Διαπίστωσα για πρώτη φορά ότι είναι η γλυκιά αναπόληση του παρελθόντος που σε ελευθερώνει και όχι η απατηλά εξιδανικευμένη προσδοκία της συνέχειας, και πως αυτό που χάνεις είναι πολυτιμότερο από εκείνο που επιδιώκεις να αποκτήσεις. Ο Τηλέμαχος με κέρασε ένα τσιγάρο τσίλικο και αρωματικό και εγώ του εκμυστηρεύτηκα ότι αυτή ήταν η πρώτη μάρκα που δοκίμασα μετά την πρώτη μου μεγάλη ερωτική απογοήτευση, του είπα ότι δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ τη γεύση του καπνού εκείνης μέρας. Ήταν τόσο έντονη όσο η γεύση του πρώτου φιλιού, τόσο σκοτεινή όσο η μαύρη μάζα του ωκεανού ιδωμένη από την ασφάλεια του καταστρώματος στο πρώτο μου μεγάλο ταξίδι και τόσο εκστατική όσο ο πειρασμός της αυτοκτονίας ένα βράδυ στα δεκαεννιά μου.
Μέσα στο κελί μου δεν έχω την πολυτέλεια να κάνω όνειρα, μόνο ταξίδια. Ταξιδεύω στις άγονες στέπες του παρελθόντος μου, στα αμαρτωλά κακοφωτισμένα σοκάκια του, στις καταπράσινες εξοχές του, στα λάγνα λιμάνια του, στα σκεβρωμένα από την υγρασία και τους ναυαγισμένους πόθους καταγώγια του. Άλλοτε επισκέπτομαι τα σταυροδρόμια της μοίρας και αλλάζω νοητά τη ρότα, αναλογίζομαι τι θα μπορούσα να ήμουν και που θα είχα καταλήξει σε μια υποθετική ζωή δισεκατομμυρίων ενδεχομένων, σκέφτομαι τις γυναίκες που δεν θα είχα γνωρίσει και το χαμόγελο τους. Τις προβάλλω στην οθόνη του νου μου, ψηλαφίζω τα σημάδια που άφησαν πάνω μου, παίρνουν πνοή απ’ τη μνήμη μου και ορίζομαι απ’ τη δική τους. Τους οφείλω τη συναίσθηση της ύπαρξης μου, έστω και αν αυτή πλέον περιορίζεται σε τέσσερεις στενούς τοίχους χωρίς παράθυρα…
Χθες ο Τηλέμαχος με κέρασε μια γουλιά από τη μπύρα του, σε αντάλλαγμα μου ζήτησε να του εξομολογηθώ το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει. Του είπα ότι κάποτε σκότωσα την αθωότητα μου κι εκείνος χαμογέλασε, ύστερα έβγαλε από το πορτοφόλι του μια ξεθωριασμένη φωτογραφία και μου την έδωσε. Την αναγνώρισα αμέσως, ήταν αυτή, πολύ όμορφη για να μην προκαλέσει την ασχήμια του κόσμου, πολύ εύθραυστη για να της αντισταθεί. Τη φαντάστηκα σε ένα εφηβικό ροζ δωμάτιο με κομμένες τις φλέβες, και αργότερα σε σκοτεινά πριβε σεπαρέ να αφήνει την πούδρα της πάνω σε τριχωτές κοιλιές βιομηχάνων, ή ίσως στη γέφυρα Vrbanja του Σεράγεβο να πέφτει αιμόφυρτη από τα σκάγια κάποιου ελεύθερου σκοπευτή. Κατά βάθος δεν την είχα σκοτώσει, απλά την είχα αφήσει αβοήθητη να πεθάνει. Την παζάρεψα με μια βολική αποδοχή και τις λευκές, ακρυλικές απολαύσεις της όψιμης ενηλικίωσης, μα δεν λογάριασα το βεβαρημένο παρελθόν μου, ούτε τα προδομένα όνειρα για τα οποία βρίσκομαι σήμερα σε αυτό εδώ το κελί. Ζήτησα από τον Τηλέμαχο να την κρατήσω, μα εκείνος μου εξήγησε ότι οι φωτογραφίες των νεκρών οφείλουν να βρίσκονται πάνω στο μνήμα τους, και όχι στο στέρνο εκείνων που κάρφωσαν την τελευταία πρόκα στο φέρετρο τους…
Το ίδιο βράδυ κάθισα και έγραψα αυτήν εδώ την επιστολή-καταγγελία, δεν γνωρίζω τον αποδέκτη της ούτε τον τρόπο που αυτός θα την χρησιμοποιήσει, δεν είμαι καν σε θέση να αξιολογήσω τη δύναμη της. Στο κάτω-κάτω, οι απολογητές των ονείρων ποτέ δεν συγκίνησαν το γερασμένο είδωλο τους αντικρίζοντας το μπροστά στον καθρέφτη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η εκτέλεση