Οι φόνοι των κεμπάπ (αστυνομικό αφήγημα εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα)

Ο Λυμπερόπουλος κάθεται αναπαυτικά στην εργονομική καρέκλα απέναντι μου την ώρα που εγώ κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Γνωρίζω καλά τι προοιωνίζει αυτή η επιτηδευμένα χαλαρή και εύθυμη διάθεση του, την ανάθεση μιας ακόμα αγγαρείας που θα μου την ανακοινώσει με πανηγυρικό στόμφο σαν να πρόκειται για διακοπές στην ύπαιθρο ή άδεια μετ΄αποδοχών.
«Τι θα έλεγες για ένα ταξιδάκι στο Βερολίνο με όλα τα έξοδα πληρωμένα από την υπηρεσία;»
Με ρωτάει δήθεν αθώα. «Ακούγεται πολύ ωραίο για να είναι αληθινό, μήπως θα ήταν καλό να προχωρήσεις και στις λεπτομέρειες;» «Πρόκειται για την υπόθεση Δεσποτίδη»
«Και τι δουλειά έχουμε εμείς;»
«Απολύτως καμία, απλά οι Γερμανοί αξιωματούχοι θα ήθελαν μια επιπλέον γνώμη που ίσως τους οδηγήσει στη σύλληψη των δραστών. Το θύμα ήταν Έλληνας, θεωρούν ότι κάποιος συμπατριώτης του θα μπορούσε να φωτίσει ορισμένες λεπτομέρειες που εκείνοι λόγω διαφορετικής νοοτροπίας αγνοούν. Γερμανική μεθοδικότητα, γι΄αυτό πάει μπροστά αυτός ο λαός. Φεύγεις αύριο μαζί με τον Ηλιάδη στις δώδεκα το μεσημέρι. Από το αεροδρόμιο Τέγκελ θα σας παραλάβουν δύο εκπρόσωποι της Κομισαριάτ. Είμαστε σύμφωνοι;» Πρέπει μάλλον να διασκεδάζει με τη ρητορικότητα των ερωτήσεων του, όπως και την ενοχλητική του συνήθεια να με φέρνει πάντα προ τετελεσμένων γεγονότων.
« Α! Και αν δεν σου κάνει κόπο, αναχωρώντας από την Γερμανία αγόρασε μου από το αεροδρόμιο μια εμφάνιση της Μπάγερν Μονάχου. Είναι για τον μικρό, καταλαβαίνεις».
Το Βερολίνο μέσα στο καταχείμωνο μόνο ειδυλλιακό δεν φαντάζει. Η μετεωρολογική υπηρεσία με πληροφορεί για θερμοκρασίες που κυμαίνονται από -14 έως -21. Ανασύρω από την ντουλάπα ότι πατατούκα έχω διαθέσιμη και πληροφορώ τον Ηλιάδη από το τηλέφωνο να κάνει το ίδιο ακριβώς, εκείνος μου λέει να βρίσκομαι έξω από το σπίτι στις δέκα ακριβώς, θα περάσει να με πάρει με το υπηρεσιακό.
***
«Du bist herr Gotsis?»
Ένα κοντοκουρεμένο, δίμετρο ντερέκι με καλωσορίζει καθώς βγαίνουμε στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου Τέγκελ. Ακριβώς δίπλα του στέκεται η κατά δέκα πόντους κοντύτερη εκδοχή του. Μοιάζουν στην καλύτερη με μπράβους νυχτομάγαζων, κουστουμαρισμένοι στην τρίχα με μια ακαμψία στους μύες του προσώπου που σου παγώνει το αίμα. Η παλάμη του κλείνει σχεδόν όλη μέσα της τη δικιά μου καθώς ανταλλάσσουμε τις απαραίτητες συστάσεις.
«Το όνομα μου είναι Ούβε Ντράξλερ και από δω ο συνεργάτης μου Χάνς Ζίμερ».
Με πληροφορεί τονίζοντας το συνεργάτης με μια αδιόρατα απαξιωτική χροιά που τον τοποθετεί αυτόματα στη θέση του υφιστάμενου, αποφεύγω να κάνω το ίδιο όταν φτάνει η σειρά του Ηλιάδη.
«Ακολουθήστε μας κύριοι»
Λέει κατευθυνόμενος προς την έξοδο και το Σιβηρικό ψύχος.
Η πόλη είναι σα να χει καλυφθεί από άχνη. Μέσα από τη θαλπωρή της δωδεκακύλινδρης μερσεντές που αργοκυλάει στη δεξιά λωρίδα του περιφερειακού φαντάζει παραμυθένια έστω και αν οι πολικές θερμοκρασίες σου απαγορεύουν να εγκαταλείψεις το κλιματιζόμενο καταφύγιο σου.
«Πως είναι η κατάσταση στη Ελλάδα;»
Με ρωτάει ο Ούβε απευθύνοντας μου μια κλεφτή ματιά από το καθρεφτάκι. Αδυνατώ να ερμηνεύσω το ενδιαφέρον του ως γνήσιο, περισσότερο- τηρουμένων των αναλογιών- με παραπέμπει σε δήμιο που έχει τη μεγαθυμία να ρωτήσει το θύμα του αν επιθυμεί ένα τελευταίο τσιγάρο.
«Καταλαβαίνω ότι οι περισσότεροι συμπατριώτες σας κατηγορούν εμάς για τα δεινά τους»
Σπεύδει να με βγάλει μόνος του από τη δύσκολη θέση.
«Αλλά μην ξεχνάτε ότι βρίσκεστε σε μια χώρα που βγήκε από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ισοπεδωμένη. Έχετε δει φωτογραφίες από το Βερολίνο μετά τους βομβαρδισμούς; Τα κτήρια που έμειναν όρθια μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το ίδιο και στη Δρέσδη, την Κολωνία, το Αμβούργο. Κάναμε ένα μεγάλο λάθος, αλλά πληρώσαμε πολύ ακριβά το τίμημα. Ξαναγίναμε κυρίαρχοι της Ευρώπης γιατί μάθαμε από αυτό χωρίς να προσφύγουμε σε δικαιολογίες. Ίσως θα έπρεπε και εσείς να ακολουθήσετε το παράδειγμα μας».
Βγαίνουμε από τον περιφερειακό ακολουθώντας τον παράδρομο που οδηγεί στον ανατολικό σταθμό. Το ξενοδοχείο μας όπως μας πληροφορούν βρίσκεται ακριβώς απέναντι, ένα τυπικό, αποστειρωμένο Ibis που επιλέχθηκε λόγο της εγγύτητας με το κτήριο της Κομισαριάτ Μια απίστευτη όμως κοσμοσυρροή μας ακινητοποιεί στη μέση του δρόμου.
«Γίνεται κάποια διαδήλωση»
Ρωτάει ο Ηλιάδης απορημένος.
«Σήμερα έφτασαν οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Συρία περνώντας σιδηροδρομικώς τα σύνορα με την Αυστρία. Ο απλός κόσμος σπεύδει να τους προυπαντήσει με λουλούδια, τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης»
Μας πληροφορεί ο Χάνς συνεχίζοντας με αοριστολογίες περί Γερμανικής φιλοξενίας. Αν θέλουμε μπορούν να μας κατεβάσουν να πάμε πεζή και να μας φέρουν εκείνοι τις αποσκευές στα δωμάτια μόλις διαλυθεί το πλήθος, η προσφορά τους δεν φαντάζει τόσο δελεαστική όσο αναλογίζομαι το κρύο έξω. Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα να περιμένω χουχουλιασμένος στο αναπαυτικό, δερμάτινο κάθισμα της Μερσεντές, μόνο που θα προτιμούσα να μιλήσουμε για ποδόσφαιρο, για γκόμενες, για οτιδήποτε άλλο εν πάση περιπτώσει εκτός από πολιτική, οικονομικά και αναμασημένη μερκελική προπαγάνδα με περιτύλιγμα τυποποιημένου, ενοχικού ανθρωπισμού.
«Με ποιόν παίζει η Μπάγερν την Κυριακή;»
Ρωτάω δήθεν αδιάφορα και το αχνό χαμόγελο που σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών τους μαρτυρά ότι έχω πετύχει διάνα.
***
«Ο Αδαμάντιος Δεσποτίδης γεννήθηκε στα Γρεβενά το 1953 από γονείς μετανάστες στη Γερμανία, μέχρι τα πέντε του χρόνια μεγάλωσε με τη γιαγιά του όταν και επανενώθηκε με την οικογένεια του που διέμενε εκείνο το διάστημα στο Ντούισμπουργκ. Η πατέρας του δούλευε σε χαλυβουργείο και η μητέρα του ήταν καθαρίστρια στο τοπικό νοσοκομείο. Τελείωσε το γυμνάσιο και ύστερα σπούδασε ηλεκτρολόγος σε μια τεχνική σχολή στα περίχωρα του Μπόχουμ. Μετακινήθηκε στο Βερολίνο μετά την πτώση του τείχους, άνοιξε μια μικρή επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρολογικών ειδών και ύστερα, μαζί με τον αδερφό του, ένα μικρό εστιατόριο στην περιοχή του Σόνεμπέργκ. Την εβδόμη Μαρτίου του 2012 βρέθηκε δολοφονημένος μέσα στο μαγαζί του με μια σφαίρα στο μέτωπο. Οι αρχές αποδίδουν το φόνο σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, πιθανότατα σε κυκλώματα προστασίας Τούρκων ή Γιουγκοσλάβων μαφιόζων. Ωστόσο, παρά τις έρευνες, η υπόθεση παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστη»
Κοίταξα τη φωτογραφία του μακαρίτη να με παρατηρεί με ανέμελο βλέμμα καθισμένος στην κουπαστή ενός ψαροκάικου από τις τελευταίες διακοπές του σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί. Είχε ευγενικά χαρακτηριστικά και επιμελημένο μουστάκι που ερχόταν σε πλήρη αλλά αρμονική αντίθεση με το κάπως παιδικό πρόσωπο του. Δυσκολευόμουν να τον φανταστώ μπλεγμένο σε σκοτεινά κυκλώματα αλλά από την άλλη δεν γνώριζα τη φύση και τους κινδύνους της δουλειάς του σε μια ξένη πόλη.
«Παιδιά; Συγγενείς έχει;»
Ρωτάω τον διοικητή που τον πλαισιώνει το κουστουμαρισμένο δίδυμο της προηγούμενης μέρας.
«Μόνο τον αδερφό του, και τη μητέρα του που ζει ακόμα. Τα τελευταία χρόνια είχε μεταφερθεί μαζί τους στο Βερολίνο, οι συνάδελφοι θα σας δώσουν τη διεύθυνση και θα τους ενημερώσουν για την επίσκεψη σας. Άλλωστε ήταν και δική τους επιθυμία να συναντήσουν κάποιον από την Ελλάδα».
Η αποστολή μας στο παγωμένο Βερολίνο ξεκινάει από ένα υποβαθμισμένο τετράγωνο στην περιοχή της Hermanplatz. Απορρίπτω ευγενικά την προσφορά τους να μας μεταφέρουν, δεν θέλω η επίσκεψη στους συγγενείς να επιβαρυνθεί από την καχυποψία που θα προκαλέσει η παρουσία της τοπικής αστυνομίας η οποία δύο χρόνια τώρα ψάχνει τα ίχνη των δραστών στα τυφλά δίχως κανένα απτό τεκμήριο πέρα από αναξιόπιστες εικασίες. Η μητέρα του Δεσποτίδη επαληθεύει περίτρανα το σκεπτικό μου.
«Βρήκα τον Διαμαντή μου με το κεφάλι ανοιγμένο, τρόμαξα να τον αναγνωρίσω. Μας τράβηξαν στο τμήμα πριν καλά-καλά τον κηδέψω και μας μιλούσαν για μαφίες και υπόκοσμο, οι εφημερίδες έγραψαν ότι τους είπαν, μόνο γκάνγκστερ δεν το έβγαλαν το παιδί. Δεν αφήνουν την ψυχή του να αναπαυτεί όυτε εκεί που πήγε οι καταραμένοι! Στην ελληνική παροικία είμαστε τώρα δακτυλοδεικτούμενοι γιατί όλοι λένε ότι ο Διαμαντής μου ήταν μπλεγμένος σε παράνομα κυκλώματα και πλήρωνε προστασίες. Ο γιός μου ήταν προκομμένος και εργατικός, δεν είχε σχέση με αυτά τα πράγματα, αλλά πια ούτε ο παπάς της ενορίας δεν με πιστεύει. Ας με πάρει τουλάχιστον ο Θεός να με πάει κοντά του, δεν το αντέχω άλλο αυτό μαρτύριο γιόκα μου!»
Αφήνει ένα μακρόσυρτο αναστεναγμό και ύστερα λύνεται σε αναφιλητά. Στο φτωχικό καθιστικό με τα παλιά έπιπλα και τα σεμεδάκια πάνω στις ράχες των καναπέδων η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο αποπνικτική. Βλέπω τον γιο της να σηκώνεται και να ακουμπάει συγκαταβατικά την παλάμη του στον κυρτωμένο ώμο της.
«Η επιχείρηση μας ήταν καθαρή κύριε Γκότση»
Γυρίζει και μου λέει.
« Δεν χρωστούσαμε πουθενά, θα σας αφήσω όλα τα λογιστικά βιβλία για να το διαπιστώσετε με τα ίδια σας τα μάτια. Αυτά που λένε για προστασίες είναι παραμύθια, οι Τούρκοι δεν μπαίνανε στα λημέρια μας, έχουν τη δική τους κοινότητα να ασχοληθούν και τους δικούς τους κώδικες. Κανείς ξένος δεν μπαίνει στα λημέρια του άλλου. Αυτό το ξέρουνε στην αστυνομία, αλλά δεν μπορούν να βρουν άλλη βολική εξήγηση, για κείνους άλλωστε είμαστε όλοι ίδιοι: “Auslander”, “Kanak”. Αν το θύμα ήταν Γερμανός θα είχαν βρει τον ένοχο την επόμενη μέρα»
«Πως λεγόταν το μαγαζί σας;»
«Top kebab»
«Δεν ήταν ελληνική ταβέρνα;»
« Σερβίραμε από γύρο μέχρι carrywurst. Η περιοχή είχε πολλά γραφεία και οι περισσότεροι έτρωγαν στο πόδι, δεν θέλαμε να ανοίξουμε εστιατόριο αλλά μια καντίνα που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του κόσμου για γρήγορο γεύμα. Δεν υπήρχαν μαφίες τριγύρω, κάποιοι Τούρκοι ιδιοκτήτες που δολοφονήθηκαν είχαν μαγαζιά σε κακόφημες γειτονιές με πορνεία και να ναρκωτικά. Στη δική μας περιοχή δεν πλησίαζαν τέτοια στοιχεία»
« Δολοφονήθηκαν κι άλλοι μαγαζάτορες δηλαδή;»
«Γύρω στους έξι-εφτά, όλοι τους Τούρκοι. Μέσα σε διάστημα τριών ετών. Ο Διαμαντής ήταν Έλληνας, τι σχέση μπορεί να έχει. Εσείς μπορεί να το καταλάβετε, αλλά για την αστυνομία εδώ είμαστε όλοι ίδιοι. Ξένοι!»
***
Ρίχνω την πλάτη στο κρεβάτι ανοίγοντας την εντοιχισμένη τηλεόραση απέναντι. Ο Ηλιάδης ξεφυλλίζει μια Bild προσπαθώντας να ακονίσει τα σχεδόν ανύπαρκτα Γερμανικά του. Τα πλάνα των ταλαιπωρημένων προσφύγων παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια μου καθώς η εκστασιασμένη εκφωνήτρια εκθειάζει την φιλανθρωπία του γηγενούς πληθυσμού. Γυναίκες με μαντίλες, πιτσιρίκια φασκιωμένα με πλουμιστά παλτό και άντρες πρόωρα ρυτιδιασμένοι από τις κακουχίες με χαρακτηριστικά παχιά, μεσανατολίτικα μουστάκια δέχονται τις ανθοδέσμες καλοταισμένων νηπίων και φιλεύσπλαχνων μαμάδων. Στο νου μου γλιστρά συνειρμικά η φωτογραφία του Δεσποτίδη μαζί με μια αχνή λάμψη.
«Δεν μου λες;!»
Γυρνάω προς το μέρος του Ηλιάδη.
«Σ’ακούω»
Απαντά χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από την εφημερίδα.
«Ο Δεσποτίδης δεν θα μπορούσε να μοιάζει με Τούρκο;»
«Τι ερώτηση είναι αυτή τώρα; Υποθέτω πως ναι, εξάλλου δεν έχουμε και μεγάλες διαφορές μεταξύ μας»
«Το μουστάκι Ηλιάδη! Ελάχιστοι έλληνες το διατηρούν πλέον, πέρα από κάτι βλαμμένους χίπστερ αλλά αυτοί κάνουν μπάμ από μακριά. Για τον Δεσποτίδη όμως ήταν κάτι περισσότερο από μια στυλιστική ιδιοτροπία. Ήταν η σύνδεση του με την πατρίδα, έτσι τουλάχιστον όπως εκείνος την φανταζόταν και την θυμόταν. Ο αδερφός του μας είπε ότι οι Γερμανοί τους θεωρούν όλους ξένους, μας είπε ακόμα ότι τα τελευταία χρόνια έχουν δολοφονηθεί περίπου εξί με εφτά ιδιοκτήτες κεμπάπ. Όλοι τους Τούρκοι, μόνο ο Δεσποτίδης ήταν Έλληνας. Αλλά τίποτα στο παρουσιαστικό του δεν φανέρωνε κάτι τέτοιο, ακόμα και το όνομα του εστιατορίου ήταν Top Kebab, όχι Zorbas ούτε Acropolis. Μπορεί ο θύτης, για λόγους και κίνητρα που προς το παρόν δεν γνωρίζουμε, να σκότωσε τον Δεσποτίδη μόνο και μόνο…»
« Επειδή πίστευε ότι ήταν Τούρκος»
Συμπληρώνει τα αποσιωπητικά έχοντας ακολουθήσει το συλλογισμό μου. Πετάγομαι σαν ελατήριο από το κρεβάτι και τρέχω στο γραφείο ανοίγοντας το lap-top.
«Τσιφούτηδες Γερμαναράδες, ακόμα και για την παροχή ίντερνετ σου ζητάνε να πληρώσεις»
«Έχεις κάτι στο νου σου;»
Με ρωτάει ο Ηλιάδης που έχει έρθει και σταθεί από πάνω μου.
« Είναι απλά μια σκέψη, αλλά δεν μου φαίνεται καθόλου παράλογη να σου πω την αλήθεια»
***
«Ο κύριος Miller μου ζήτησε να σας ευχαριστήσω ακόμα μια φορά εκ μέρους του, η αναφορά σας θα προστεθεί στον φάκελο της υπόθεσης και θα ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψιν»
Μου λέει ο Ούβε καθώς τοποθετεί τα μπαγκάζια μας στον αχανή χώρο αποσκευών της γνωστής μαύρης μερσεντές. Κλείνω την πόρτα και κοιτάω από το παράθυρο τον σταθμό. Οι πρόσφυγες έχουν φύγει, όπως και τα τηλεοπτικά κανάλια, όπως και οι απλοί πολίτες που έσπευσαν αυθόρμητα να τους καλωσορίσουν.
«Αλήθεια, το πιστεύετε ότι ο δράστης μπορεί να είναι κάποιος από τον νεοναζιστικό χώρο;»
Με ρωτάει ο Χάνς με μια χροιά δυσπιστίας.
«Δεν πιστεύω τίποτα. Εκείνο που όμως ξέρω είναι ότι τις περισσότερες φορές η αλήθεια δεν βρίσκεται στη βιτρίνα, αλλά κρυμμένη στην αποθήκη»
Πιάνω το διερευνητικό βλέμμα του Ούβε στην άκρη του καθρέφτη.
«Μην με παρεξηγήσετε κύριε Ντράξλερ. Έχετε μια πολύ όμορφη χώρα. Όπως όμως και εσείς μου επισημάνατε τις προάλλες η αυτοκριτική είναι πάντα γονιμότερη από την άρνηση. Η σύντομη έρευνα που έκανα μου ανέδειξε ότι, ίσως από υπερβολική ευαισθησία για τα λάθη του παρελθόντος, η ομοσπονδιακή αστυνομία τείνει να υποβιβάζει τη δράση αυτών των περιθωριακών, φασιστικών και νεοναζιστικών ομάδων. Ενδεχομένως αν τις αντιμετωπίσετε με περισσότερη σοβαρότητα να βρείτε αρκετές από τις απαντήσεις που ψάχνετε».
Σταθμεύουμε στο πάρκιγκ του αεροδρομίου και τραβάμε τις αποσκευές από το πορτμπαγκάζ αποχαιρετώντας τους συνοδούς μας.
«Μισό λεπτό»
Με σταματάει ο Ούβε κρατώντας στα χέρια του μια σακούλα.
«Είναι ένα συμβολικό δώρο για την συνεργασία που είχαμε, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά και τους δύο»
Λέει τείνοντας την προς το μέρος μας.
«Δύο εμφανίσεις τις Μπάγερν Μονάχου, κοίτα να δεις πλάκα!»
Παρατηρεί γελώντας ο Ηλιάδης καθώς ανοίγει την σακούλα όσο περιμένουμε στη σειρά για το τσέκ ιν, του χαρίζω ένα συνωμοτικό βλέμμα και δίνω το διαβατήριο στην όμορφη υπάλληλο που περιμένει πίσω απ’ τον πάγκο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η εκτέλεση