Σολομωνική (Αστυνομικό αφήγημα εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα)

Το θύμα κείται μπρούμυτα με τα μυαλά χυμένα στην άσφαλτο. Υπάρχουν κάποια πτώματα που είναι ποιο αποκρουστικά από τα υπόλοιπα, αυτό δεν αλλάζει όσα χρόνια και αν περάσουν σ΄αυτή τη δουλειά.
«Πλήγμα στην κρανιακή χώρα προκληθέν από θλών και αμβλύ αντικείμενο»
Αποφαίνεται ο Καραντινάκης.
«Μήπως θα μπορούσες να μου το πεις με απλά ελληνικά»
Της άνοιξε το κεφάλι στα δύο, πιθανότατα με κοτρόνα, δεν είναι και δύσκολο να το καταλάβεις.
«Υπάρχει κάτι που εκ πρώτης όψεως σου προκαλεί εντύπωση»
«Η λύσσα»
Απαντάει χωρίς να το πολυσκεφτεί.
«Ο φλοιός του εγκεφάλου είναι πολύ ανθεκτικός, ο δράστης πρέπει να την χτύπησε με όση περισσότερη δύναμη και μανία μπορούσε».
Κατευθύνομαι προς τα πηγαδάκια που έχουν σχηματίσει οι άστεγοι του πάρκου μπροστά από την εκκλησία. Η παρουσία μου διακόπτει τις χαμηλόφωνες συζητήσεις και τους αναγκάζει να στραφούν προς το μέρος μου. Οι περισσότεροι δείχνουν περιποιημένοι χωρίς εμφανή ίχνη από κακουχίες, ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που βρέθηκαν εν μια νυκτί στο δρόμο χάνοντας τη δουλειά τους ή το σπίτι τους από την τράπεζα.
«Όποιος γνώριζε καλά το θύμα να κάνει ένα βήμα μπροστά»
Δυο τρεις κινούνται διστακτικά προς το μέρος μου.
«Πόσο καιρό ζούσε στο πάρκο;».
Διαλέγω και ρωτάω έναν μεσόκοπο με καρό τραγιάσκα και φθαρμένο παλτό.
«Τους τελευταίους δύο μήνες, Κάτια την λέγανε, κοιμόταν περιστασιακά εδώ, είχε τους γονείς της και μπορούσε να μένει στο πατρικό της αλλά δεν ήθελε. Πέρασε μια ερωτική απογοήτευση και από τότε δεν συνήλθε ποτέ. Τάιζε τα αδέσποτα και κείνα την πρόσεχαν»
«Γιατί δεν αντέδρασαν όταν της επιτέθηκε ο δράστης;»
«Κατά τις δέκα το βράδυ έρχεται μια γριούλα και τους βάζει τροφή και νερό πίσω από την εκκλησία, προφανώς την ώρα που της επιτέθηκε ο δράστης είχαν πάει για να φάνε»
«Ποιος την βρήκε πρώτος;»
«Εγώ, πήγα να την δω κατά τις δέκα και μισή και την βρήκα νεκρή»
Ξεπροβάλλει μια νεαρή γυναίκα από το πλήθος και μου λέει.
Επιστρέφω στο σημείο του φόνου και τον Ηλιάδη.
«Αν την χτύπησε με κάποιο βαρύ αντικείμενο θα το έχει πετάξει κάπου εδώ κοντά, ας αρχίσουμε από τους σκουπιδοτενεκέδες πρώτα».
«Κύριε Γκότση, νομίζω ότι κάτι βρήκαμε»
Με ενημερώνει, διαβάζοντας τη σκέψη μου, ένας από τους άντρες της σήμανσης κοιτώντας πάνω από έναν κάδο απορριμάτων. Σκύβω μαζί του και διακρίνω μια μεγάλη πέτρα με ξεραμένο αίμα, ακριβώς δίπλα της έχουν πεταχτεί χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα και μια τσαλακωμένη απόδειξη. «Είναι σημερινή, από βιβλιοπωλείο»
Λέω στον Ηλιάδη καθώς την ανοίγω και την διαβάζω.
«Θα μπορούσε να την πέταξε κάποιος περαστικός, θα μπορούσε να το έκανε και ο δράστης για να την ξεφορτωθεί μαζί με τα χαρτομάντιλα. Όπως και να χει δεν χάνουμε τίποτα να το εξακριβώσουμε, πόσοι άλλωστε θα μπορούσαν να περάσουν από το σημείο μετά τις έξι και τέταρτο που είναι η ώρα έκδοσης».
***
Κατεβαίνω τα σκαλιά του γραφικού παλαιοβιβλιοπωλείου στο Μοναστηράκι προσπερνώντας σοβιετικά παράσημα και αντιασφυξιογόνες μάσκες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Στο τέλος της κρύπτης βρίσκεται ο πάγκος και από πίσω κάθεται βαριεστημένα πίνοντας φραπέ μέσα σε ένα πλαστικό κυπελάκι ο ιδιοκτήτης, ένας ευτραφής πενηντάρης με πτυχωτό μέτωπο και γκρίζες τούφες μαλλιών να πλαισιώνουν το γυμνό κρανίο του. Η απόδειξη αναγράφει τεμάχιο χωρίς να αποκαλύπτει το όνομα του βιβλίου.
«Γνωρίζεις τον τίτλο και τον άνθρωπο που το αγόρασε χθες στις έξι περίπου το απόγευμα».
Ρωτάω αφού του γνωστοποιώ την ιδιότητα μου. Φοράει τα γυαλιά πρεσβυωπίας που έχει περασμένα στο λαιμό και σκύβει από πάνω. Ύστερα σηκώνεται και επανέρχεται αφήνοντας ένα βιβλίο πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού με φτηνή ποιότητα χαρτιού και ένα κεφάλι στο εξώφυλλο μεταξύ ανθρώπου και τράγου.
«Πρόκειται για την Σολομωνική»
Με πληροφορεί.
«Και θυμάμαι τον αγοραστή, ένα πιτσιρίκι γύρω στα δεκαοχτώ, αδύνατο και φυματικό με ξυρισμένο κεφάλι και σπυριά ακμής». «Τι πραγματεύεται το βιβλίο;»
«Χαζομάρες, ένας αποκρυφιστικός αχταρμάς με οδηγίες για να καλέσεις νεκρά πνεύματα αφιερωμένο τάχα μου στον Βασιλιά Σολομώντα». «Και ποιος αγοράζει τέτοιες τις αηδίες;»
«Όπως σου είπα, πιτσιρίκια με το χαρτζιλίκι των γονιών τους»
«Έχει ξανάρθει εδώ πέρα»
«Δεν θυμάμαι να τον έχω ξαναδεί»
«Αν τυχόν ξαναπεράσει προσπάθησε να τον κρατήσεις και ειδοποίησε με, αυτό είναι το τηλέφωνο μου». Κάθομαι στο γραφείο και συναρμολογώ τα κομμάτια των στοιχείων που έχω έως τώρα προσπαθώντας να σχηματίσω μια πρώτη εικόνα. Από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν θυσίες, νεκρομαντείες και κακά πνεύματα. Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσω ότι, αν πράγματι ο αγοραστής του ήταν ο δράστης, πρόκειται για έναν διαταραγμένο νου, όμως εξακολουθώ να αγνοώ την άκρη του νήματος που θα με οδηγήσει στα ίχνη του.
«Γιατί δεν απευθύνεσαι στην δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος»
Μου δίνει την ανέλπιστη απάντηση ο Ηλιάδης.
«Θα βοηθήσει λες;»
«Υπάρχουν ένα σωρό φόρουμ σατανιστών και άλλων πυροβολημένων στα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους, αν υποθέσουμε ότι ο δράστης είναι ένας από αυτούς πιθανώς να έχει αφήσει τα ηλεκτρονικά του ίχνη, ίσως και κάποια νύξη για το έγκλημά του. Δεν χάνουμε τίποτα να δοκιμάσουμε»
Η φιλία μου με τον Κακαρά διευκολύνει ακόμα περισσότερο το έργο μας. Με υποδέχεται στο γραφείο του με ένα διάπλατο χαμόγελο.
«Την κατάλληλη ώρα ήρθες. Τον τελευταίο καιρό μας είχαν γίνει αναφορές για έναν συγκεκριμένο ιστότοπο. Κάποιος χρήστης είχε εκδηλώσει την πρόθεση του να κάνει ανθρωποθυσία στο όνομα του Σατανά, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τα ίχνη του αλλά μόνο από το προφίλ του ήταν αδύνατον. Και έπειτα μην ξεχνάς ότι τις περισσότερες φορές το ενδεχόμενο να πρόκειται για κακογουστη φάρσα ή προσπάθεια κάποιου διαταραγμένου να τραβήξει την προσοχή είναι μεγαλύτερο. Τώρα όμως που έχουμε φόνο οφείλουμε να το ερευνήσουμε διεξοδικότερα».
Μου λέει αφού τον πληροφορώ για την υπόθεση.
«Και πως θα το κάνετε εφόσον δεν μπορείτε να βρείτε τα ηλεκτρονικά του ίχνη»
«Θα δημιουργήσουμε ψεύτικα προφίλ και θα προσπαθήσουμε να έρθουμε σε επαφή μαζί του, κοινώς θα τον ψαρέψουμε»
***
Τα δευτερόλεπτα κυλάνε μέσα στο πλαίσιο του ρολογιού σαν τεμπέλικο ποταμόπλοιο. Είναι στιγμές που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα περισσότερο από το να περιμένεις τον θύτη να σου υποδείξει εκείνος τα ίχνη του κάνοντας το μοιραίο λάθος. Περνάει μια ακριβώς εβδομάδα μέχρι να δω το όνομα του Κακαρά να με καλεί στο κινητό.
«Νομίζω ότι έχουμε νέα, θα περάσεις από το γραφείο μου;»
Ανοίγω την πόρτα του και τον βρίσκω μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του. Μου κάνει νεύμα να ζυγώσω και ανοίγει έναν ηλεκτρονικό φάκελο.
«Αυτή είναι η πρώτη του εμφάνιση στο φόρουμ, ένα χρόνο νωρίτερα»
Μου δείχνει μετακινώντας τον κέρσορα, σκύβω και διαβάζω την ανάρτηση του κάτω από ένα βιντεοκλιπ κάποιου death metal συγκροτήματος: Θέλω να ασχοληθώ σοβαρά με τον σατανισμό, μπορεί κάποιος να μου δώσει πληροφορίες;. «Συνεχίζει με διάφορα σχόλια χωρίς ενδιαφέρον μέχρι που αναρτά αυτό εδώ»
Σε μια εβδομάδα θα κάνω την πρώτη μου θυσία στον Σατανά, θα κατέβω στο πάρκο περιμένοντας τον να μου υποδείξει το θύμα μου.
Παίρνει το βλέμμα του από την οθόνη και το στρέφει πάνω μου.
«Γι’ αυτή την ανάρτηση είχαμε τις πρώτες αναφορές. Από το ψευδώνυμο του φτάσαμε στον λογαριασμό του στο facebook. Όπως βλέπεις έχει τριαντά δύο φίλους, δύο ανάμεσα τους είναι δικοί μας οι οποίοι του έκαναν αίτημα φιλίας προσποιούμενοι τους ομοιδεάτες του»
«Από τους υπόλοιπους τριάντα δεν μπορούμε να οδηγηθούμε στα ίχνη του, δεν τον γνωρίζουν;»
«Όχι, είναι όλοι τους εικονικοί φίλοι, δηλαδή δεν τους έχει συναντήσει ποτέ. Κανείς δεν γνωρίζει το πραγματικό του όνομα ή την διέυθυνση του. Αυτό προσπαθούν να βρουν οι δικοί μας. Το πιο ανησυχητικό ωστόσο είναι αυτό εδώ. Πρόκειται για την τελευταία του ανάρτηση που ανέβασε πριν τρεις μέρες».
Επανέρχεται στο φόρουμ και μου την δείχνει.
Στις εικοσιδύο Μαρτίου, ημέρα της εαρινής ισημερίας θα κάνω τη δεύτερη θυσία μου στον Σατανά. Γυρνάω και τον κοιτάω έντρομος.
«Δηλαδή σε πέντε ακριβώς μέρες;»
«Ακριβώς, αν δεν τον έχουμε συλλάβει έως τότε, πιθανότατα να έχουμε και νέο θύμα».
«Και τι μπορούμε να κάνουμε;»
«Να ελπίζουμε ότι θα μας κελαηδήσει τον τόπο του εγκλήματος».
Αντι για κείνον κελαηδάει η φωνή του βιβλιοπώλη.
«Έχει έρθει εδώ και ψάχνει για ένα βιβλίο, προσπαθώ να τον καθυστερήσω προσποιούμενος ότι το ψάχνω αλλά πρέπει να βιαστείτε».
Στο Μοναστηράκι τα πρωινά γίνεται χαμός, η μόνη ρεαλιστική ελπίδα να φτάσω έγκαιρα προυποθέτει τη συνδρομή της ομάδας Ζ, βάζω δύο να προπορεύονται με τις σειρήνες στη διαπασών και τους ακολουθώ με την ιδιωτική μοτοσυκλέτα, φτάνοντας στο βιβλιοπωλείο διασταυρώνομαι με το απογοητευμένο βλέμμα του ιδιοκτήτη.
«Λυπάμαι αλλά έκανα ο,τι μπορούσα, αποχώρησε πριν τρία λεπτά».
***
«Ανήρτησε και άλλο μήνυμα στο φόρουμ, αυτή τη φορά με τη μορφή γρίφου»
Με ενημερώνει ο Κακαράς ανοίγοντας τον φάκελο, σκύβω πάνω απ΄τον ώμο του και το διαβάζω μαζί του.
Και είδον άλλο θηρίον αναβαίνον εκ της γης και είχε κέρατα δύο όμοια με αρνίου, και ελάλει ως δράκων «Αποκάλυψις του Ιωάννη, κεφ 13!»
Αναφωνεί ξαφνικά.
«Το θηρίο του αντιχρίστου που θα ανέλθει από την άβυσσο για να θανατώσει τους προφήτες Ηλία και Ενώχ δοκιμάζοντας την πίστη ανθρώπων!»
«Δηλαδή;»
«Πόσες εκκλησίες αφιερωμένες στον Προφήτη Ηλία υπάρχουν στο λεκανοπέδιο, στείλτε σε όλες δυνάμεις να τις επιθεωρούν, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο»
***
«Επικοινώνησε μαζί μου ο υπουργός το πρωί και μου ζήτησε να σου διαβιβάσω τα συγχαρητήρια του»
Με ενημερώνει ο Δασκαλόπουλος ανοίγοντας την τσίγκινη ταμπακιέρα του.
«Την προηγούμενη φορά, με την υπόθεση Σακκά, ήθελε να με κρεμάσει απ’ τ’ αρχίδια στο Σύνταγμα»
«Ξέρεις πως είναι αυτά, from zero to hero όπως λένε και οι φίλοι μας οι αγγλοσάξωνες»
Μου απαντά τοποθετώντας τον άφιλτρο άσσο ανάμεσα στα χείλια του.
«Αλήθεια τι έγινε με το ηλεκτρονικό τσιγάρο;»
«Η αμαρτία είναι πάντα γλυκιά όταν ξέρεις να την απολαμβάνεις»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η εκτέλεση