Midsummer Night blues



Μεσάνυχτα Δευτέρας. Υπεραστικές κλήσεις προς εκλιπόντες παραλήπτες.
Η πόλη κλειστή στους πόθους και τις προκλήσεις. Παραδομένη στο στριγκό νανούρισμα της βδομαδιάτικης ρουτίνας.
Παράδεισος για τους μοναχικούς, τους αλκοολικούς και τους συνταξιούχους.
Νεκροταφείο ξενύχτηδων, αλλοπαρμένων ζητιάνων και ρακένδυτων συλλεκτών.
Ενοικιαστήρια ονείρων αναρτημένα σε ανισόπεδες διαβάσεις, σκουριασμένα κάγκελα και υπόγεια ορθάδικα.
Οι σπείρες του καπνού ανεβαίνουν στο ταβάνι, από γόπες νοτισμένες με κόκκινο κραγιόν
χείλια που στις ξηρές ραβδώσεις τους μάζεψαν την προδοσία και την απόσυρση.
Απονεκρωμένα από τη διάψευση, κορεσμένα από την ηδονή. Ψάχνουν ένα κορμί για να σβηστούν.
όπως τα τσιγάρα στους μεταλλικούς πάτους των σταχτοδοχείων.
Βαραίνουν τα βήματα, το ηλεκτρικό μπλουζ κάποιου σταθμού ελευθερώνεται από τις κατεβασμένες σιδεριές του νυχτερινού παντοπωλείου, ο γέρος από μέσα περιμένει τον θάνατο να τον μαζέψει

πουλώντας μπαγιάτικα τσιγάρα στους χαρμάνηδες.
Δέκα χρόνια ίδιος. Καμπούρης, κακορίζικος και κωλόγερος.
Η πόλη γκρεμίστηκε, οι έρωτες νικήθηκαν, οι προθέσεις διαστρεβλώθηκαν
μ’ αυτός εκεί!
ίδιος και απαράλλαχτος, τέμενος συνοικιακής παρακμής που ούτε ο θάνατος δεν καταδέχεται να τον πάρει.
Βουλιάζω στον καναπέ
πίνω τη μπύρα από το στόμιο
υποκατάστατο των ακατάδεχτων χειλιών της…






Σχετικά με τις διαφημίσεις

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η εκτέλεση